- γλόμπος
- ο(λ. ιταλ.)1. γυάλινο περίβλημα, συνήθως σφαιρικό, λάμπας φωτισμού.2. ο καραφλός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλόμπος — ο 1. σφαιρικό σώμα 2. σφαιρικό γυάλινο περίβλημα φωτιστικής λυχνίας 3. φρ. «το κεφάλι του είναι γλόμπος» είναι φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. globo < λατ. globus «σφαίρα»] … Dictionary of Greek